νεοπυθαγόρειος

νεοπυθαγόρειος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεώτερη σχολή τής πυθαγόρειας φιλοσοφίας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Νεοπυθαγόρειοι
Αλεξανδρινοί φιλόσοφοι οι οποίοι ακολουθούσαν τις δοξασίες τών παλαιών Πυθαγορείων αναμεμιγμένες όμως με θεοσοφικά δόγματα και, ειδικότερα, πρέσβευαν τη δυαρχία ψυχής και σώματος, όπως και τού θεού και τού σώματος, ενώ γενικά προσπαθούσαν να εναρμονίσουν την έννοια τής θρησκευτικής πίστης με τα ελληνικά φιλοσοφικά δόγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεοπυθαγόρειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεότερη σχολή της πυθαγόρειας φιλοσοφίας (1ος και 2ος αι.). 2. ως ουσ., νεοπυθαγόρειος, ο φιλόσοφος, οπαδός της νέας πυθαγόρειας σχολής: Ο πιο γνωστός νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος είναι ο Απολλώνιος Τυανέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Άρχιππος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.).Αθηναίος κωμωδιογράφος, μιμητής του Αριστοφάνη. Νίκησε με την κωμωδία του Ιχθύες (415 412 π.Χ.), αντίστοιχη των Ορνίθων, που έχει θέμα τον πόλεμο των ψαριών εναντίον των λαίμαργων Αθηναίων και την τελική παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • Καλλικρατίδας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σπαρτιάτης ναύαρχος (; – 406 π.Χ.). Διορίστηκε διάδοχος του Λύσανδρου στην αρχηγία των επιχειρήσεων εναντίον των Αθηναίων στην Ασία το 406 π.Χ. Ύστερα από μερικές επιτυχίες ο στόλος του ηττήθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Κρίτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πλούσιος Αθηναίος πολίτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον δήμο Αλωπεκής και υπήρξε στενός φίλος και συνδημότης του Σωκράτη, με τον οποίο είχε την ίδια ηλικία. Στον ομώνυμο διάλογο –Κρίτων–… …   Dictionary of Greek

  • Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μοδεράτος — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Γάδαρα. Έγραψε το έργο Πυθαγορικαί σχολαί σε έντεκα βιβλία, όπου προσπάθησε να εξηγήσει τις κύριες αρχές της μεταφυσικής θεωρίας του Πλάτωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία. Χρησιμοποίησε την… …   Dictionary of Greek

  • Νικόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος τραγικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Είχε νικήσει σε διαγωνισμό του Ευριπίδη. 2. Πατέρας του Αριστοτέλη (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Προσωπικός γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας, Αμύντα B’. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Φίγουλος, Πόπλιος Νιγίδιος — (1o αι. π.Χ.). Ρωμαίος νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και πολιτικός. Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και διακρίθηκε κυρίως στα μαθηματικά, στη φυσική και στην αστρονομία. Για τις εντυπωσιακές μάλιστα γνώσεις του στην αστρονομία θεωρήθηκε από πολλούς μάγος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”